τουγίοψις — η, Ν βοτ. ιθαγενές τής Ιαπωνίας δένδρο, στενά συγγενικό με την τούγια, το οποίο τοποθετείται σε ξεχωριστό γένος και διακρίνεται από αυτήν χάρη στα μεγαλύτερα φύλλα του, στην κάτω πλευρά τών οποίων υπάρχουν κοίλες λευκές ζώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
θουίδιο — το βοτ. γένος βρυοφύτων που ανήκει στην κλάση φυλλόβρυα, στην τάξη βρυώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thuidium < thuia (πρβλ. τούγια) + idium] … Dictionary of Greek
θούγια — η βλ. τούγια … Dictionary of Greek
θυία — (I) ἡ (Α θυία) [θύον] νεοελλ. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών κωνοφόρων, κν. τούγια αρχ. 1. ευώδες δένδρο τής Αφρικής 2. το θύον*. (II) θυῑα, τὰ (Α) [θύω (ΙΙ)] γιορτή προς τιμήν τού Διονύσου στην Ήλιδα … Dictionary of Greek
κωνοφόρα — Σημαντική κλάση ξυλωδών και ρητινωδών φυτών, τα οποία υπάγονται στα γυμνόσπερμα και χαρακτηρίζονται από την απουσία πραγματικής ωοθήκης που να περικλείει σπέρματα. Τα κ. περιλαμβάνουν, εκτός από τους πολλούς απολιθωμένους αντιπροσώπους, περίπου… … Dictionary of Greek