τούγια

τούγια
και θούγια, η, Ν
βοτ. γένος γυμνόσπερμων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κυπαρισσίδες τής τάξης κωνοφόρα τής κλάσης κωνιφερόφυτα και περιλαμβάνει 6 είδη ρητινοφόρων αειθαλών δένδρων και θάμνων τα οποία είναι ιθαγενή τής Βόρειας Αμερικής και τής ανατολικής Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. thuja < λατ. thuia / thya, είδος κέδρου < ελλ. θύα / θύον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τουγίοψις — η, Ν βοτ. ιθαγενές τής Ιαπωνίας δένδρο, στενά συγγενικό με την τούγια, το οποίο τοποθετείται σε ξεχωριστό γένος και διακρίνεται από αυτήν χάρη στα μεγαλύτερα φύλλα του, στην κάτω πλευρά τών οποίων υπάρχουν κοίλες λευκές ζώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • θουίδιο — το βοτ. γένος βρυοφύτων που ανήκει στην κλάση φυλλόβρυα, στην τάξη βρυώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thuidium < thuia (πρβλ. τούγια) + idium] …   Dictionary of Greek

  • θούγια — η βλ. τούγια …   Dictionary of Greek

  • θυία — (I) ἡ (Α θυία) [θύον] νεοελλ. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών κωνοφόρων, κν. τούγια αρχ. 1. ευώδες δένδρο τής Αφρικής 2. το θύον*. (II) θυῑα, τὰ (Α) [θύω (ΙΙ)] γιορτή προς τιμήν τού Διονύσου στην Ήλιδα …   Dictionary of Greek

  • κωνοφόρα — Σημαντική κλάση ξυλωδών και ρητινωδών φυτών, τα οποία υπάγονται στα γυμνόσπερμα και χαρακτηρίζονται από την απουσία πραγματικής ωοθήκης που να περικλείει σπέρματα. Τα κ. περιλαμβάνουν, εκτός από τους πολλούς απολιθωμένους αντιπροσώπους, περίπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”